- ευσύνοπτο
- kısa, özet
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ευσύνοπτος — η, ο (ΑΜ εὐσύνοπτος, ον) αυτός που συνοράται εύκολα, τού οποίου φαίνονται καθαρά και το σύνολο και τα μέρη που τό αποτελούν («ἔχειν μὲν μέγεθος, τοῡτο δὲ εὐσύνοπτον εἶναι», Αριστοτ.) || (νεοελλ. μσν.) 1. συνοπτικός, συντομευμένος 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
θεωρημάτιον — θεωρημάτιον, τὸ (Α) σύντομο θεώρημα, ευσύνοπτο θεώρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεώρημα (πρβλ. γεν. θεωρήματ ος) + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek